- κρόκη
- (I)η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες)το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.)αρχ.1. (γενικά) κλωστή, νήμα2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. κρόκ-η < θ. κροκ- (τού κρέκω «κρούω, υφαίνω»), που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *krok- τής ΙΕ ρίζας *krek- «πλήττω, χτυπώ» (πρβλ. κρέκω).ΠΑΡ. κροκίδα(-ίς), κροκύδα(-ύς)αρχ.κρόκιον, κροκισμός, κροκώδηςαρχ.-μσν.κροκώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό)αρχ. κροκονητική, κροκύφαντος. (Β' συνθετικό) αρχ. ανθόκροκος, λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος].————————(II)κρόκη, ἡ (Α)κροκάλη, βότσαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. τού τ. κρόκη συνδέεται πιθ. με το κρέκω ή το κρόκη, ενώ ο παρλλ. τ. κροκάλη εμφανίζει επίθημα -άλη (πρβλ. αγκ-άλη) και συνδέεται με αρχ. ινδ. sarkarā «χοντρή άμμος, βότσαλο»].
Dictionary of Greek. 2013.